- σύστοιχος
- -η, -ο / σύστοιχος, -ον, ΝΜΑαυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια τάξη με κάποιον άλλο, παράλληλος, ομοταγής («πῡρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. α) «σύστοιχοι πόδες» ή «σύστοιχα μέλη»(σχετικά με τετράποδα ή πολύποδα ζώα) τα πόδια ή τα μέλη που βρίσκονται προς την ίδια πλευρά, δηλαδή όλα τα δεξιά ή όλα τα αριστερά πόδιαβ) «σύστοιχο αντικείμενο»γραμμ. αντικείμενο σε αιτιατική που συντάσσεται με ρήμα το οποίο παράγεται από την ίδια ρίζα, όπως λ.χ. τρώγω καλή τροφήνεοελλ.-μσν.φρ. «σύστοιχα γράμματα» — γράμματα που προφέρονται με το ίδιο φωνητικό όργανο, όπως είναι τα χειλικά π, β, φ, τα οδοντικά τ, δ, θ κ.ά.αρχ.ομόφωνος, σύμφωνος («ὅμοια καὶ σύστοιχα», πάπ.).επίρρ...συστοίχως ΝΜΑ, και σύστοιχα Νκατά τρόπο σύστοιχο, στην ίδια σειρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -στοιχος (< στοῖχος «σειρά, γραμμή»), πρβλ. περί-στοιχος].
Dictionary of Greek. 2013.